ρευστότητα

ρευστότητα
Στην οικονομία είναι η ιδιότητα που έχει ένα αγαθό να μετατρέπεται γρήγορα σε χρήμα* χωρίς να χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του. Κατεξοχήν ρευστά αγαθά είναι π.χ. τα χαρτονομίσματα και οι τραπεζικές καταθέσεις όψης. Λιγότερο ρευστά είναι οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις και τα αποθέματα εμπορευμάτων και ακόμα λιγότερο οι μακροπρόθεσμες πιστώσεις και οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Στην τραπεζική πρακτική «αρχή της ρευστότητας» είναι ο κανόνας της υγιούς διαχείρισης που απαιτεί την ύπαρξη αναλογίας μεταξύ των ρευστών στοιχείων του ενεργητικού του ισολογισμού* και των υποχρεώσεων όψης. Η «προτίμηση ρευστότητας» είναι, στη θεωρία του Κέινς*, η προτίμηση που έχουν οι αποταμιευτές για τα ρευστά αγαθά όταν πρόκειται να διαλέξουν μεταξύ των διάφορων δυνατοτήτων τοποθέτησης των αποταμιεύσεων τους. Η ρ. στην εθνική οικονομία προσδιορίζεται από τον βαθμό του εφοδιασμού της με μέσα πληρωμής (τραπεζογραμμάτια, κέρματα, καταθέσεις όψεως). Αύξηση της ρ. προκαλεί πληθωρισμό και μειωμένη ρ. αντιπληθωρισμό. Από τους σημαντικότερους ρόλους της Κεντρικής Τραπέζης είναι η διατήρηση της ρ. που ανταποκρίνεται στην εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική και στη φάση του οικονομικού κύκλου. Η διεθνής ρ. προσδιορίζεται από τα διαθέσιμα σε χρυσό, συνάλλαγμα και άλλα μέσα διεθνών πληρωμών που βρίσκονται στη διάθεση των κεντρικών τραπεζών. Η αύξηση του όγκου του διεθνούς εμπορίου κάνει αναγκαία και την ανάλογη αύξηση της διεθνούς ρ. Για το θέμα αυτό έγιναν τα τελευταία χρόνια πολλές συζητήσεις, κυρίως στις ετήσιες συνελεύσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
* * *
η, Ν
1. η ιδιότητα τού ρευστού, το να βρίσκεται κάτι σε υγρά ή αέρια κατάσταση, να ρέει
2. φυσ. ο βαθμός τής ευκολίας με την οποία ρέει ένα υγρό ή ρευστό («το νερό έχει μεγαλύτερη ρευστότητα από το λάδι»)
3. φυσ. η χαρακτηριστική ιδιότητα τών αέριων και τών υγρών σωμάτων να ρέουν στο εσωτερικό αγωγών
4. φυσικό μέγεθος, αντίστροφο τού απόλυτου ιξώδους ενός ρευστού, το οποίο στο μετρικό σύστημα μετρείται σε μονάδες ρε
5. (οικον.) η ικανότητα μιας οικονομικής μονάδας να αντιμετωπίζει τις χρηματικές της υποχρεώσεις χωρίς να προσφεύγει σε έκτακτα μέτρα, όπως είναι η αναγκαστική ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή η σύναψη δανείου
6. μτφ. έλλειψη σταθερότητας, αστάθεια
7. φρ. (οικον.) α) «διεθνής ρευστότητα» — η ποσότητα χρυσού, τα συναλλαγματικά αποθέματα και τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα κράτος για τη χρηματοδότηση τού εμπορίου
β) «ταμειακή ρευστότητα» — όρος που υποδηλώνει είτε την ικανότητα τών στοιχείων τού ενεργητικού μιας επιχείρησης να μετατρέπονται σε χρηματικές αξίες, είτε τη σχέση μεταξύ χρηματικών διαθέσιμων και τών άμεσων υποχρεώσεων τής επιχείρησης
γ) «τραπεζική ρευστότητα» — η ρευστότητα που πρέπει να διατηρεί μια τραπεζική επιχείρηση, είτε επειδή αυτή επιβάλλεται από το νόμο, είτε από σεβασμό στις θεμελιακές τραπεζικές αρχές
δ) «προτίμηση ρευστότητας» — η αμοιβή που ζητούν οι κάτοχοι πλούτου προκειμένου να τόν ανταλλάξουν με μετρητά ή τραπεζικές καταθέσεις για εξασφάλιση, ή με μη ρευστά περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι τα κρατικά ομόλογα
ε) «χρηματική ρευστότητα» — η ικανότητα μιας οικονομικής μονάδας, επιχείρησης ή νοικοκυριού να αντιμετωπίζει τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός. Η λ., στον λόγιο τ. ῥευστότης, μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρευστότητα — η η ιδιότητα του ρευστού, και μτφ. η αστάθεια: Η οικονομική κατάσταση της χώρας παρουσιάζει ρευστότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • λάβα — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για …   Dictionary of Greek

  • λαβά — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

  • λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”